Λάκων — a Laconian masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάκων' — Λάκωνα , Λάκων a Laconian masc acc sg Λάκωνι , Λάκων a Laconian masc dat sg Λάκωνε , Λάκων a Laconian masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάκων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης, γιος του Λαπάθη, σύμφωνα με μύθο των Λακεδαιμονίων. 2. Ένας από τους σκύλους του μυθικού κυνηγού Ακταίωνα … Dictionary of Greek
λακών — λάσκω ring aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάκων — λακάω burst asunder imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) λακάω burst asunder imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάκων, Βασίλειος — (1830 – 1900). Μαθηματικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε φυσικομαθηματικά στην Αθήνα και στο Παρίσι, όπου διέμεινε τρία χρόνια. Μετά το τέλος των σπουδών του επέστρεψε στην Αθήνα και διετέλεσε καθηγητής γυμνασίου (1854), υφηγητής της πειραματικής … Dictionary of Greek
Λακώνων — Λάκων a Laconian masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάκωνα — Λάκων a Laconian masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάκωνας — Λάκων a Laconian masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάκωνε — Λάκων a Laconian masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)